- ρετιρέ
- το άκλ. последний или шестой этаж жилого дома
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρετιρέ — το (λ. γαλλ.), άκλ., το τελευταίο προς τα πάνω διαμέρισμα πολυκατοικίας, εσοχή: Τα ρετιρέ είναι ακριβότερα από τα άλλα διαμερίσματα της πολυκατοικίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρετιρέ — το, Ν άκλ. 1. ο τελευταίος, ανώτερος όροφος κτηρίου, μικρότερος συνήθως από τους υπόλοιπους, τού οποίου η πρόσοψη δεν φτάνει ως την πρόσοψη τού άλλου οικοδομήματος και ο οποίος έχει συνήθως μεγάλη βεράντα 2. διαμέρισμα σε αυτόν τον όροφο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
Markos Vamvakaris — Markos Vamvakaris; painting in the Taverna Katoga O Lili (Ταβέρνα ο Κατώγα Ο Λίλη) in Ano Syros (aka Ano Chora) on the island of Syros, Greece Background information … Wikipedia
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
ιδιοκατοίκητος — η, ο που κατοικείται από τον ιδιοκτήτη: Ρετιρέ ιδιοκατοίκητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)